- απορρηγμα
- ἀπόρρηγμαἀπό-ρρηγμα-ατος τό обломок, осколок Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
απόρρηγμα — ἀπόρρηγμα, το (Α) [απορρηγνύω] μέρος που έχει αποσπαστεί από κάπου … Dictionary of Greek
ἀπόρρηγμα — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορρήγμασι — ἀπόρρηγμα neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορρήγματα — ἀπόρρηγμα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορρήγματος — ἀπόρρηγμα neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)